Πολυδούρη

/ Τετάρτη, 19 Ιουνίου 2019

Οδός Πολυδούρη. (Από το 1988)
Πολυδούρη Μαρία (1902 Καλαμάτα – 1930 Αθήνα): Η Ελληνίδα μελαγχολική ποιήτρια, η οποία σε μικρή ηλικία έχασε και τους δυο της γονείς, πατέρας της φιλόλογος, και μητέρα της με πρώιμες φεμινιστικές αντιλήψεις. Φοίτησε στο Αρσάκειο της Αθήνας. Η ατίθαση πλευρά του χαρακτήρα της επηρεάστηκε από χειραφετημένες φεμινιστικές ιδέες τις οποίες αποζητούσε και λόγω γονιδίων ήταν δέσμια η ζωή της, η μοίρα της. Διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας (την οποία γρήγορα εγκατέλειψε), δεν της γέμιζε το αίσθημα της ικανοποίησης, εγγράφτηκε για ένα διάστημα σε Δραματική Σχολή της Αθήνας (την οποία σε λίγους μήνες επίσης διέκοψε) και προσπάθησε να πορευτεί στη ζωή μέσω προσωπικών της δρόμων.
Από τα 14 της εμφανίζεται στα γράμματα με το πεζοτράγουδο ‘’Ο πόνος της μάνας.’’ Δεν στεριώνει πουθενά ο δύσκολος χαρακτήρας, το αίσθημα του ανικανοποίητου την κυνηγά. Το έμμονο φιλελεύθερο πιστεύω της προσπερνάει τα γεγονότα ως απόηχος της αντίληψης του προχωρημένου.
Σταθμός της ζωής της αποβαίνει η γνωριμία της στην Αθήνα με το νεορομαντικό ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, που συνυπηρετούσαν στην Νομαρχία Αθηνών, που αποτέλεσε ένα συγκλονιστικό ειδύλλιο, και που καθόρισε καταλυτικά τη ζωή της. Είναι η εποχή, που αρχίζει να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματά της στα περιοδικά «Έσπερος» και «Πανδώρα». Θεώρησε πρόσχημα τον χωρισμό της με το Καρυωτάκη, την αρρώστια του τη σύφιλη. Της στοίχησε αφάνταστα ο χωρισμός, κι από αντίδραση και μόνο αρραβωνιάστηκε άλλον για να φροντίσει τον πληγωμένο της εγωισμό. Από τα επιθανάτια Μανιάτικα μοιρολόγια της βγαίνει μια βαριά θλίψη και θεωρεί τον Καρυωτάκη ανάξιο, γιατί δεν βρήκε το κουράγιο να αναλάβει την ευθύνη του προβλήματός του, αλλά έδωσε αυτή τη λύση, να παραιτηθεί απ’ τη ζωή. Του ζήτησε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά αλλά δεν αποδέχθηκε την πρότασή της. Απ’ τον ανεκπλήρωτο έρωτά της προέκυψε το ποίημα ‘’Γιατί σ’ Αγάπησα’’.
Το 1925 φεύγει για το Παρίσι, το 1926 προσβάλλεται από φυματίωση, και από τότε ο χρόνος μετρά ανάποδα για την ζωή της Παίρνει δίπλωμα ραπτικής από σχολή του Παρισιού. Ενώ ταλανίζεται από την αρρώστια της, επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Όταν στο φθισιατρείο του νοσοκομείου πολλοί αξιόλογοι λογοτέχνες όπως Γιάννης Ρίτσος, ο πολύς Άγγελος Σικελιανός συγκινούνται όταν την επισκέπτονται στο γ’ κατηγορίας δωμάτιό της, ο δε δημοσιογράφος Κώστας Ουράνης γράφει και παρακινεί να γίνει έρανος για μεταφερθεί σε ιδιωτική κλινική, πολλοί συγκινήθηκαν από αυτό και προσφέρθηκαν. Το 1928 πληροφορείται την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, πράγμα που εξουθενώνει την ήδη ταλαιπωρημένη υγεία της, και ψυχοσωματικά την οδηγεί στον θάνατο τα ξημερώματα της 26ης Απριλίου 1930 σε ηλικία μόλις 28 χρονών. Στα χρόνια της αρρώστιας της, δημοσιεύονται οι ποιητικές της συλλογές «Τρίλλιες που σβήνουν» (1928) όταν πεθαίνει ο αγαπημένος της, και «Ηχώ και χάος» (1929), όπου διαφαίνεται ο έντονος λυρισμός και ερωτισμός της γραφής της, αλλά και η προαίσθηση του επερχόμενου πρόωρου θανάτου της. Συνάμα, η γραφή της ξεχειλίζει από ποιητική τρυφερότητα και ευαισθησία, πάθος ερωτικό για τον τραγικό χαμό του αγαπημένου της ποιητή, και άνδρα Κώστα Καρυωτάκη, που έσπασε το φράγμα της ζωής της με τον θάνατό του, ο οποίος θάνατός του έγινε η ασίγαστη έγνοια της ψυχής της, και ο άγγελος των εμπνεύσεών της. Πλην αυτών, στο θρηνητικό ύφος της γραφής της (που έχει ως κορμό αναφοράς την ποίηση, τον έρωτα και το θάνατο) είναι κατάδηλος και ο επηρεασμός της από τα βιωμένα της μεσσηνιακής Μάνης μοιρολόγια, που έπλασαν τον – ούτως ή άλλως – ευαίσθητο, τρυφερό και αγνό υπέρ χαρακτήρα της.
Ο βιογραφικός βίος της είναι γεμάτος από κοσμητικά για μια νέα γυναίκα επίθετα, που δεν μπορείς να την προσπεράσεις, ένας νέος καλλιεργημένος άνθρωπος με ομορφιά και ποιητική ευαισθησία, παραδομένη στον ανέφικτο – απρόσιτο, απραγματοποίητο έρωτα, και στον επερχόμενο θάνατο. Βρέθηκαν και κάποιοι κριτικοί τσιγκούνηδες λογοτέχνες, όπως Κ. Δημαράς που κάνει λόγο για ωχρή ποίηση, ο δε Γ. Κορδάτος λέει πως συγκινεί λίγους η ποίησή της.
Η Μαρία είχε απύθμενο πάθος για τη ζωή, Ζούσε σε ένα κόσμο. που δεν την χωρούσε έζησε πρόωρα και προχωρημένα την εποχή της, κι άφησε πίσω της τον συντηρητισμό το θρησκευτικό κατεστημένο, και την αιώνια υποκρισία της κοινωνίας. Πολυδιάστατη η ακτινοβολία μιας γυναίκας αυθεντικής, δυναμικής και ανεξάρτητης. Έμεινε ως μια ‘’άλλη’’ έκοβε τα μαλλιά της κοντά, κάπνιζε, ξενυχτούσε, ελεύθερος και τολμηρός άνθρωπος με άποψη, και δεν χωρούσε σε ταμπέλες. Ότι να πεις και να γράψεις για την κοπέλα – άνθρωπο είναι λίγα. Κρίμα που έφυγε τόσο νωρίς. Αντιμέτωπη με την μεταφυσική της δύναμη, να την εγκαταλείπει, να πεθαίνει, με ζωντανή την μνήμη του νεκρού αγαπημένου της Καρυωτάκη. Κάπου παράμερα είδα πως έδωσε τέλος της ζωής της, από μόνη της κάνοντας χρήση ενέσεων μορφίνης δίνοντας τέρμα στην ψυχοσωματική ταλαιπωρία της ζωής της, αν που είχε συμφιλιωθεί με τον θάνατο. Αναζήτησε με την κοινοτοπία – κοινοτυπία της τον έρωτα αφού ψιθύριζε ‘’υπήρξα μια ερωτευμένη σ’ όλη μου την ζωή.’’
Από ένα γράμμα που έγραψε στον εαυτό της τελευταία, σταχυολογώ: Όλη μου την ζωή από δω και πέρα θα την βλέπετε στις λέξεις όταν θα την διαβάζετε. Τα άσχημα δεδομένα για μένα δεν άλλαξαν ποτέ την ζωή μου. Ήρθα και φεύγω σαν αστραπή, είμαι η ζωή και ο θάνατος μαζί.. ζω για να πεθάνω… δεν μπορώ να πεθάνω γιατί είμαι ήδη νεκρή …η λογική είναι φονιάς της χαράς της ζωής.. αγάπη είναι να πονάς για την αγάπη… τον αληθινό έρωτα τον έζησα στην φαντασία μου… Διάβαζα ότι επεχείρησε να γράψει μυθιστόρημα να γίνει μυθιστοριογράφος μια μεγάλη της επιθυμία αλλά τα γεγονότα την πρόλαβαν, τόσο ο θάνατος του αγαπημένου της Καρυωτάκη, όσο και η αρρώστια της. Κάτι που έγραψε για να προκαλέσει την ζήλεια του Καρυωτάκη και το έδωσε για έκδοση, της το αρνήθηκαν πρώτον λόγω του ανώριμου της ηλικίας της, και λόγω των τολμηρών αποτυπωμένων σκέψεων της.
Και οι παραινέσεις της: Ξεφύγετε απ το χαραγμένο μονοπάτι… ζήστε σαν μικρά – άμυαλα παιδιά… κάνετε την κάθε σας στερνή στιγμή τραγούδι, όπως ο ενοχλητικός τζίτζικας που αργοπεθαίνει τραγουδώντας. Χαρακτηρίσθηκε το σύμβολο της πρόωρης χαμένης ομορφιάς, και του μοιραίου έρωτα. Γράφηκε τελευταία ένα θεατρικό έργο με θέμα την πολυσυζητημένη ζωή της με τον τίτλο ‘’Οδός Πολυδούρη’’ Εκεί ακούμε νάναι αντιμέτωπη με την απεγνωσμένη εκδοχή της ζωή της. Ένα λουλούδι που άνθισε ψηλά στο βουνό και μαράθηκε πριν της ώρα της, διότι της έλειψε η ζωή το νερό, της τέλειωσε το οξυγόνο από την φιάλη, καθώς άργησε ο έρανος που έκαναν οι φίλοι της να πληρώσει το αντίτιμο της γεμάτης φιάλης με οξυγόνου.
Πολλά ποιήματά της μελοποιήθηκαν από τους μουσικοσυνθέτες Γιάννη Σπανό ,Μαυρουδή, κι’ άλλους. Πολυδούρη ένας Μύθος.
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ : ΠΟΙΗΣΗ ,ΕΡΩΤΑΣ ,ΘΑΝΑΤΟΣ.
ΥΠ. Η Μαρία είναι το πρόσωπο που με συγκίνησε πολύ σ’ αυτή την εργασία. Απ’ τα ανέκδοτα ποιήματά της, ξεχώρισα τούτο,
Οι νέοι που φθάσανε μαζί στο νησί μ’ εσένα
κάποια βραδιά μετρηθήκαμε κι’ ηύραν εσύ να λείπεις.
Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε χωρίς κανένα ρώτημα
μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης.
Προφανώς αφιερωμένο στον παντοτινό αγαπημένο της Κώστα Καρυωτάκη.
Από τον Καρυωτάκη προς Πολύμνια μούσα του,
Κάποια νύχτα/θα σε αγαπήσω/ μούσα τα μάτια σου/θαν σε φιλήσω.

graphics design by citrine.gr
Powered by ΚτΠ
web development by ΕΓΚΡΙΤΟΣ GROUP