Διεύθυνση: Φρίζη & Σκαλκώτα, 34100
Το Λαογραφικό Μουσείο Χαλκίδας (Κάστρο Νεγκρεπόντε)
Ιδρύθηκε το 1981 από την Εταιρία Ευβοϊκών Σπουδών και τον Δήμο Χαλκιδέων . Στεγάζεται στις τρεις αίθουσες που απέμειναν από το ιστορικό κάστρο Νεγκρεπόντε κατά τους Φράγκους ή Εγριμπόζ κατά τους Τούρκους. Στεγάζει περισσότερα από 1.200 εκθέματα, πολύτιμα έργα των χεριών του λαού της Εύβοιας. Αντικείμενα της καθημερινής εργασίας και οικοσκευής των προγόνων μας που έχουν εξαφανιστεί ή θα εξαφανιστούν με τη ραγδαία εξάπλωση του νάιλον, του πλαστικού και γενικά των βιομηχανοποιημένων προϊόντων.
Στην πρώτη αίθουσα την ενδυματολογική, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει φορεσιές, εργόχειρα, εικόνες και τάματα που φανερώνουν το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα του Ευβοϊκού λαού.
Στη δεύτερη αίθουσα παρουσιάζεται μια γειτονιά της Χαλκίδας με το μεσοαστικό σπίτι των αρχών του 20ουαιώνα, τους βασικούς χώρους και τα έπιπλα που το κοσμούσαν, αλλά και κάποια εργαστήρια της πόλης.
Στην τρίτη αίθουσα προβάλλονται σκηνές από την αγροτική ζωή. Ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο μελισσοκόμος, η υφάντρα, ζωντανεύουν μέσα από τα σκεύη και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν. Ακόμα μπορεί να θαυμάσει κανείς το σπίτι του χωριού με τα έπιπλα και τα σκεύη του, την αυλή με το πηγάδι, τη γούρνα για το πλύσιμο κ.ά. Όλα όσα φυλάσσονται στο μουσείο αξίζουν το θαυμασμό, την αγάπη και τη φροντίδα μας γιατί είναι πολύτιμα αφού μαρτυρούν την εξέλιξη του λαϊκού μας πολιτισμού.
Η ιστορία του Κάστρου Νεγκρεπόντε…
Μετά την Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους και τη μοιρασιά που επακολούθησε, το κεντρικό τμήμα της Εύβοιας δόθηκε στον Λατίνο «βασιλιά» της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο Μομφερρατικό που ήταν ένας από τις ηγέτες της Δ’ Σταυροφορίας.
Ο Βονιφάτιος κατέκτησε το νησί και το παραχώρησε ως φέουδο στον Φλαμανδό ευγενή Ιάκωβο d’ Avesnes (1204), ο οποίος άρχισε την ανακατασκευή του κάστρου της Χαλκίδας. Η πόλη προστατευόταν από ισχυρό κάστρο και κατά τα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά χρόνια, αλλά είχε καταστραφεί το 1146 από τους Νορμανδούς. Μετά το θάνατο του Ιακώβου (1205) το νησί παραχωρήθηκε από τον Βονιφάτιο σε τρεις Λομβαρδούς βαρόνους από τη Βερόνα, οι οποίοι χώρισαν την Εύβοια σε τρία τμήματα ή τριτημόρια.
Σταδιακά όμως η πραγματική εξουσία στη Χαλκίδα και στο νησί πέρασε στα χέρια των Ενετών, οι οποίοι στους επόμενους αιώνες συνέχισαν την κατασκευή και την ενίσχυση των τειχών με αποτέλεσμα η Χαλκίδα τον 15ο αιώνα, όταν ουσιαστικά ολοκληρώθηκε η κατασκευή, να θεωρείται ένα από τα πιο ισχυρά κάστρα.
Ενδεικτικό της σημασίας της πόλης ήταν ότι όταν οι Φράγκοι εκδιώχθηκαν από την Κωνσταντινούπολη το 1261, ο Λατίνος Πατριάρχης Κων/πόλεως εγκαταστάθηκε στην Χαλκίδα.
Η Χαλκίδα κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1470, μετά από μια ιστορική πολιορκία που κράτησε 3 εβδομάδες. Επικεφαλής ήταν ο ίδιος ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής με μια δύναμη 100,000 αντρών και 300 πλοίων. Ο Μωάμεθ επέβλεψε προσωπικά και τη φοβερή σφαγή που επακολούθησε.
Στην επανάσταση του ‘21, οι Έλληνες προσπάθησαν επανειλημμένα να πάρουν τη Χαλκίδα, αλλά το κάστρο δεν ήταν εύκολο να πέσει. Τελικά η πόλη απελευθερώθηκε με τη συνθήκη του 1833.
Πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση, η Χαλκίδα διατηρούσε τα εντυπωσιακά τείχη της και τον ανατολίτικο χαρακτήρα της. Το 1885 όμως, όταν δήμαρχος ήταν ο Ηρακλής Γαζέπης, άρχισε η κατεδάφιση του τείχους της Χαλκίδας και η κάλυψη της τάφρου με το υλικό της κατεδάφισης. Έτσι η Χαλκίδα διέγραψε μια μακρόχρονη και σημαντική περίοδο της ιστορίας της και έχασε τη δυνατότητα να παραμείνει μια από τις πιο γραφικές πόλεις της σύγχρονης Ελλάδας.
Η απόφαση της κατεδάφισης των τειχών είχε υποστηριχτεί με ενθουσιασμό από την πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης παρόλο που υπήρξαν και πολλές αντιδράσεις. Ο Γαζέπης υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής και εξελέγη τέσσερις φορές δήμαρχος και στο τέλος και βουλευτής.
Τα οικοδομικά υλικά που προέκυψαν από την κατεδάφιση των πύργων, χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της προκυμαίας στην παραλία (!) και για το μπάζωμα της τεράστιας ενετικής τάφρου. Ο εργολάβος πληρώθηκε 2.7 δραχμές το κυβικό (μπάζων) για το έργο.
Υποτίθεται ότι το γκρέμισμα έγινε για να γίνει δυνατή η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός της πόλης και για να δημιουργηθούν καινούργια οικόπεδα. Αυτή η αιτιολόγηση της καταστροφής σήμερα φαίνεται εξωφρενική, αλλά για εκείνη την εποχή φαίνεται ότι ήταν αρκετή. Βέβαια, υπήρξαν και οι συνήθεις υποψίες για εξυπηρέτηση τοπικών συμφερόντων…
Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη και μερικές άλλες παραμέτρους που είχαν σχέση με τις συνθήκες εκείνης της περιόδου:
●Την εποχή εκείνη οι μνήμες από την Τουρκοκρατία ήταν ακόμα νωπές. Οι Έλληνες έτρεφαν πραγματικό μίσος για κάθε τι που θύμιζε το Οθωμανικό παρελθόν. Και το κάστρο ήταν ένα ισχυρό σύμβολο της Οθωμανικής τυραννίας (άσχετο αν σήμερα η πολιτική ορθότητα υπαγορεύει μια άλλη οπτική).
●Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ιδιαίτερος σεβασμός για μνημεία της μεσαιωνικής και της βυζαντινής περιόδου. Υπήρχε μέριμνα μόνο για μνημεία της κλασικής αρχαιότητας και αυτό κυρίως από ξένους αρχαιολάτρες. Θυμίζουμε ότι επί Όθωνος είχαν καταστραφεί, στο όνομα της προόδου, όλες οι βυζαντινές εκκλησίες στην Αθήνα και υπήρξαν αντιδράσεις μόνο για θρησκευτικούς λόγους.
●Τα παλιά, υπό κατάρρευση οικοδομήματα ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα «υγειονομική βόμβα». Ειδικά η μεγάλη τάφρος με τα στάσιμα νερά ήταν εστία μολύνσεων, σε μια εποχή μάλιστα που θέριζε η ελονοσία. Ενδεικτικά, ο επιβλητικός προμαχώνας στη νοτιοδυτική πλευρά είχε την ονομασία «Προμαχώνας του Βούρκου» (από την ενετική ακόμα εποχή).
●Δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη που ήταν ένθερμος οπαδός της προόδου και του εκσυγχρονισμού (αν και η «πρόοδος συχνά μοιάζει με καταστροφή»). Στην πραγματικότητα η απόφαση για την κατεδάφιση ήταν κυβερνητική και είχε υπογραφεί πριν τη δημαρχία Γαζέπη. Απλά ο δήμαρχος την υλοποίησε με ζήλο και αποτελεσματικότητα.
●Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις διεθνείς τάσεις της εποχής. Μόλις λίγο πριν, το 1880, ο Haussmann είχε ολοκληρώσει τον επανασχεδιασμό του Παρισιού καταστρέφοντας την παλιά πόλη και τις οχυρώσεις της, κάτι που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση σε όλη την Ευρώπη και άνοιξε νέους ορίζοντες στην πολεοδομία. Οι ξιπασμένοι αστοί στην Ελλάδα, πάντα ήθελαν να μιμηθούν τα συμβαίνοντα «εις Παρισίους». Πρέπει να έπαιξε και αυτό κάποιο ρόλο, άσχετα αν η Χαλκίδα δεν απέκτησε ποτέ βουλεβάρτα.
Πολύ αργότερα το 1904 όταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ επισκέφθηκε τη Χαλκίδα, χαρακτήρισε την καταστροφή του κάστρου «πράξη βανδάλων». Είχε υπογράψει όμως ο ίδιος τη σχετική απόφαση.
Το κτίριο όπου στεγάζεται σήμερα το λαογραφικό μουσείο θεωρείται μέρος της ενετικής οχύρωσης. Βρισκόταν στο χείλος της τάφρου και παλιότερα στο επάνω μέρος υπήρχαν πολεμίστρες. Πιθανόν να ήταν αμυντικός πύργος αν και μοιάζει περισσότερο με χώρο στρατωνισμού ή διοικητικό κέντρο.
Το πιθανότερο είναι να κατασκευάστηκε τον 15ο αιώνα, στα τελειώματα των εργασιών κατασκευής του κάστρου.
Δεν γνωρίζουμε πώς και γιατί το κτίριο γλίτωσε από την κατεδάφιση επί Γαζέπη. Πιθανόν να στέγαζε ήδη κάποια υπηρεσία. Θυμίζουμε ότι σε όλη την Ελλάδα πολλά γεροφτιαγμένα και καλοδιατηρημένα κτίρια των παλιών κάστρων ήταν σε χρήση (άσχετη με τον πολιτισμό) μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Μερικά και αργότερα.
Το κτίσμα χρησιμοποιήθηκε σαν φυλακή προς το τέλος της Τουρκοκρατίας, αλλά και κατά τη Γερμανική κατοχή. Μάλιστα, εκεί έβαζαν οι Γερμανοί τους μελλοθάνατους πριν τους εκτελέσουν. Σημειωτέον ότι ο τόπος εκτελέσεων ήταν δίπλα στο μουσείο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Μνημείο Εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς.
Μετά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη, μέχρι το 1981, όταν ο Δήμος το δώρισε για να γίνει μουσείο.
Πηγή: http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=xalkmus